- παρθενικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει στην παρθένα ή στην παρθενιά: Παρθενικός υμένας.2. μτφ., αγνός, αθώος, άθικτος, άδολος: Παρθενική ζωή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρθενικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενικός — ή, ό / παρθενικός, ή, όν, ΝΑ [παρθένος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παρθένο, σε κορίτσι, ο κοριτσίστικος νεοελλ. 1. συνεκδ. αυτός που συμβαίνει ή γίνεται για πρώτη φορά («παρθενικό ταξίδι») 2. μτφ. αγνός, ηθικός («όπου χε σαν… … Dictionary of Greek
παρθενικόν — παρθενικός of masc acc sg παρθενικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενικοῖς — παρθενικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενικοῖσι — παρθενικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενικοῦ — παρθενικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενικούς — παρθενικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενικῶς — παρθενικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενικῷ — παρθενικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενικά — παρθενικά̱ , παρθενική fem nom/voc/acc dual παρθενικά̱ , παρθενική fem nom/voc sg (doric aeolic) παρθενικός of neut nom/voc/acc pl παρθενικά̱ , παρθενικός of fem nom/voc/acc dual παρθενικά̱ , παρθενικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)